- πυλωροτομία
- η, Νη τομή τού πυλωρού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pylorotomie (< πυλωρός «το κατώτατο στόμιο τού στομάχου» + -τομία < -τόμος < τέμνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἄστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.